Χελιδόνια που ξεκουράζονται πριν το μακρινό ταξίδι στο Νότο |
Από τους πολύ αγαπημένους φίλους και συγγενείς που είχα πριν 13 χρόνια να
με περιτριγυρίζουν, στην Αθήνα, στην Θεσσαλονίκη και αλλού, σήμερα μου έχουν
απομείνει μόνο δύο. Οι υπόλοιποι έχουν ήδη αναζητήσει την τύχη τους στο
εξωτερικό.
Αυτό θα μπορούσε να είναι μια μεμονωμένη και μοναδική ίσως προσωπική
περίπτωση, σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό της χώρας στην ηλικία μου, αν οι τελευταίοι δύο εναπομείναντες δεν έκαναν, την ώρα αυτή που
γράφεται το παρόν κείμενο, σοβαρές προσπάθειες για να εγκαταλείψουν (και αυτοί)
την Ελλάδα. Μάλιστα, ο ένας ήδη εργάζεται στο εξωτερικό και επιστρέφει
τις μισές μέρες τον μήνα με άδεια μέχρι, υποθέτω, να βαρεθεί τις μετακινήσεις
και να κάτσει εκεί που εργάζεται, οριστικά. Ο δεύτερος ακροβατεί μεταξύ της
επιλογής του Καναδά και της Αυστραλίας ως προορισμό μόνιμης διαμονής και
εργασίας. Ο ένας είναι παντρεμένος με παιδί 2 χρόνων και ο άλλος σύντομα
παντρεύεται. Οδυνηρή διαπίστωση επίσης είναι το γεγονός πως από άλλους
γνωστούς, φίλους και συγγενείς προκύπτει ότι ένας μεγάλος αριθμός νέων, ως επί
το πλείστον, έχει ήδη ζήσει στο
εξωτερικό και για κάποιους λόγους επέστρεψε στην Ελλάδα. Βλέπουμε λοιπόν ένα
τεράστιο ποσοστό του εν δυνάμει εργατικού δυναμικού της χώρας να ζει, να
σχεδιάζει να ζήσει ή να έχει ήδη ζήσει στο εξωτερικό. Όταν λέμε
«εξωτερικό» δεν αναφερόμαστε μόνο στις Ευρωπαϊκές (λευκές) δυτικές δημοκρατίες, αλλά και σε πιο εξωτικά μέρη όπως τα εμιράτα του Κόλπου, τη Νότια Αφρική, τη
Λατινική και Βόρεια Αμερική και -φυσικά- τη νέα αγαπημένη των Ελλήνων wanna-be-μεταναστών, Αυστραλία.
Για όσους (αταξίδευτους) πιστεύουν ότι η μετανάστευση αποτελεί λύση εύκολης
επιλογής και όχι ανάγκης, ας το ξανασκεφτούν. Για όσους (αφελείς) πιστεύουν ότι
εκεί που θα πάνε οι δρόμοι είναι στρωμένοι ροδοπέταλα και δολάρια και γενικώς
είναι όλα εύκολα και χαλαρά, ας αναλογιστούν το εξής: Φανταστείτε να πακετάρετε
και να επιλέγετε επί 2 συνεχόμενες εβδομάδες όλο σας το βιος για να χωρέσει σε
τρεις βαλίτσες, αφήνοντας πίσω ό,τι αγαπημένο δωράκι, ενθύμιο, κάδρο, μυρωδιά,
εικόνα της γειτονιάς, της πολυκατοικίας σας, του δρόμου που ζείτε. Φανταστείτε την
τελευταία εβδομάδα να περπατάτε στους δρόμους της πόλης γνωρίζοντας ότι ίσως να
αργήσετε ΠΟΛΥ να ξαναπεράσετε από το κάθε σημείο που προσπερνάτε. Να χαιρετάτε
έναν έναν όλους αυτούς που θα σας λείψουν, να ανταλλάσσετε e-mail και διευθύνσεις στο Facebook με την υπόσχεση ότι «θα κρατήσετε επαφή» και «θα τα λέτε συχνά».
Φανταστείτε το τελευταίο ποτό στο Παγκράτι με την ώρα να πλησιάζει επικίνδυνα
στο να πείτε «εγώ φεύγω τώρα…» χωρίς να συνεχίζετε με το «…τα λέμε αύριο το
μεσημέρι». Φανταστείτε την άγρυπνη νύχτα πριν πάτε στο αεροδρόμιο. Την διαδρομή
με το ταξί στην Αττική οδό ξημέρωμα με τις πορτοκαλί αποχρώσεις από τα φώτα του
δρόμου να αντανακλούν στα καθίσματα του αυτοκινήτου. Το τραγούδι να παίζει
χαμηλά στο ραδιόφωνο κάποια επιτυχία τους προσεχούς καλοκαιριού, που εσείς θα
λείπετε. Τους φίλους σας που κοιμούνται ακόμα. Το άγνωστο που θα συναντήσετε
στον τόπο προορισμού σας. Την μοναξιά των πρώτων ημερών. Την αγωνία και ανησυχία
για το αν κάνατε σωστά που φύγατε. Τα e-mail με νέα από φίλους και γνωστούς που, όσο περνάει ο καιρός, θα σας γίνονται
όλο και πιο αδιάφορα και απόμακρα. Την ψυχική και πνευματική απομάκρυνση. Την
λυπηρή διαπίστωση, όταν επιστρέψετε για λίγες μέρες μετά από μήνες ή χρόνια ότι,
όλοι συνέχισαν να ζουν και χωρίς εσάς, «…αν και τους λείψατε πολύ». Τους
φίλους με τους οποίους πλέον μοιράζεστε μόνο παρελθόν και όχι μέλλον…
Μια φορά και έναν καιρό...η μετανάστευση. |
Δεν λέω, αν δεν έχεις επιλογές και είσαι με την πλάτη στο τοίχο, τι να
κάνεις δηλαδή; Να κάτσεις και να πεθάνεις; Είμαι, δε, βέβαιος ότι όσοι το
αποτόλμησαν, βρήκαν (οι περισσότεροι) σύντομα τον βηματισμό τους και πλέον η
νέα τους δουλειά και το νέο τους σπίτι είναι εξ ίσου καλό και αγαπητό (ίσως και
καλύτερο) από αυτό που άφησαν. Αν μάλιστα έφυγαν όντες άνεργοι και εκεί που
μετανάστευσαν βρήκαν μια αξιοπρεπή δουλειά τότε τα πράγματα απλουστεύονται σε επίπεδο
επιλογών. Δεν το εξετάζω όμως τεχνοκρατικά. Εκεί οι αριθμοί πάντα θα με βγάζουν
λάθος, αναμφίβολα. Πώς να αντιτάξεις καριέρα, χρήμα, ασφάλεια οικογενειακή και
εργασιακή σε κάποιον που εγκαταλείπει σήμερα το κέντρο της Αθήνας ή άλλων
αστικών κέντρων της περιφέρειας για να ζήσει και να εργαστεί, ας πούμε, στην
Αγγλία; Πως όμως και να μπεις στην ψυχοσύνθεση όλων αυτών των νέων ανθρώπων που
πήραν την δύσκολη απόφαση και έφυγαν λόγω της ανεπάρκειας της πατρίδας τους να
ικανοποιήσει το πλέον βασικό δικαίωμα της εργασίας και της αξιοπρεπούς
διαβίωσης; Πως μπορείς να ζήσεις το δράμα της μετεγκατάστασης, αν δεν ήσουν και εσύ ένας από αυτούς; Αδύνατον
να το περιγράψω. Δεν είμαι λογοτέχνης.
Αυτό που με προβληματίζει πρώτιστα, δεν είναι η επερχόμενη προσωπική και
οικογενειακή μοναξιά που θα ζήσω με την αποχώρηση των φίλων μου. Θα βρω μια
λύση. Κανείς δεν χάνεται. Τους εύχομαι εκεί που θα πάνε να βρουν ό,τι εδώ
στερήθηκαν και στερούνται. Ας κρατήσουν και μια ζεστή γωνιά και για όλους εμάς
που ακόμα ακροβατούμε με τις αποφάσεις μας. Όμως, είναι λυπηρό ότι σε μια «οργανωμένη» (λέμε τώρα) χώρα
κανείς, μα κανείς, δεν κάνει καμιά προσπάθεια
να αναστρέψει αυτό το διογκούμενο ρεύμα φυγής όλων αυτών που θα
είναι απαραίτητοι στην προσεχή ανοικοδόμηση αυτής της κωλοκατάστασης που
βιώνουμε εμείς, οι τελευταίοι κάτοικοι της Πομπηίας.
Θέτη, Καλλιόπη, Γιάννη, Στέλλα, Τάσο, Νίκο, Μάνο, Χριστίνα, Φάνη, Μάκη, Θάλεια, Σπύρο, Μαρία, Alex, Σοφία, Γιώργο, Κώστα, Φανή, Σοφία, Δημήτρη, Λάμπρο, Ναννού,
Μηνά, Μπάμπη, Δήμο, Τριαντάφυλλε, σας εύχομαι, από καρδιάς, υγεία και καλή
τύχη. Ίσως σύντομα να τα ξαναπούμε από κοντά…