Βρέθηκα προχθές το βράδυ της 22ας Μαΐου, στο -αγαπημένο- Public της πλατείας Συντάγματος. Εκεί στον 5ο όροφο υπάρχει (εξηγώ για τους λίγους που δεν έχουν πάει ακόμα) ένα πολύ συμπαθητικό ρουφ καφέ (καλά το λέω άραγε;) όπου πάει όλος ο περαστικός κόσμος, ζευγαράκια, δικηγόροι, Δ.Υ. κοπανιστοί, τουρίστες, shoppers, κυρίες με κυρίους… Έχει γρήγορο wi-fi, καλό (αλλά μάλλον ακριβό) καπουτσίνο φρέντο, εξυπηρετικούς σερβιτόρους και τρελή τρελή θέα.
Χάζευα, λοιπόν, με τους φίλους μου το πλήθος και, ξαφνικά, ο πιο παρατηρητικός από την παρέα μου λέει συνομωτικά «ρε συ είναι ο Καμίνης, ο Δήμαρχος, αυτός εκεί κάτω;». Γυρνάω και, πράγματι, ήταν αυτός. Δεν σου γεμίζει το μάτι, είναι μάλλον μικρόσωμος (sorry Δήμαρχε) και στοιχηματίζω ότι, με εξαίρεση τους σερβιτόρους που τον εξυπηρέτησαν, κανείς δεν τον πήρε μυρωδιά. Καθόταν λοιπόν σε μια γωνία, μόνος, έπινε ζεστό τσάι -χωρίς λεμόνι- και διάβαζε ένα βιβλίο. Έμεινε εκεί προσηλωμένος και γύρναγε σελίδα σελίδα το κείμενο για καμία ώρα και παραπάνω. Ο κόσμος πέρναγε από δίπλα του και αυτός, απορροφημένος ως ήταν, δεν σήκωσε μάτι. Κάποια στιγμή έκλεισε το βιβλίο του, σηκώθηκε, πλήρωσε και, αθόρυβα όπως ήρθε, έφυγε.
Σκέφτομαι καμιά φορά ότι, αν η Αθήνα έπρεπε να μοιάζει σε έναν άνθρωπο, τότε κάπως έτσι θα την ήθελα να είναι. Κομψή, αθόρυβη, διαβασμένη, αξιοπρεπή και μετριόφρων, κεντρώα (με μια πιτσιλιά αριστεράς για την τσαχπινιά…), ολίγον μετρίως αντιερωτική (αλλά όχι ταγάρι με τριχωτές μασχάλες), λίγο να την αγαπάς και λίγο να το σκέφτεσαι μπας και κάνεις λάθος. Να μην σε κερδίζει με την πρώτη, να σε ταλαιπωρεί για το κατιτίς παραπάνω (και τελικά να μην στο δίνει) αλλά, παράλληλα, και σε σύγκριση με τις άλλες, να είναι η πιο σοφή επιλογή, το πιο safe bet, το καλύτερο value for money. Σαν τον Δήμαρχο μας. Για το οποίο όπου βρεθούμε και σταθούμε μπαίνουμε στο default και λέμε ότι είναι «λίγος» και «χλιαρός» ενώ, ταυτοχρόνως, ξεχνάμε να αναπολήσουμε ΟΛΟΥΣ τους προηγούμενους. Τους ωραιοπαθείς -σαν παγώνια- γέρους με την αυλή των χειροκροτητών, τους ζιβαγκοφόρους μουστακαλήδες και παράστημα όλο (κενή) λεβεντιά, τις κορασίδες από «καλές» οικογένειες, τους καγκελοφόρους με τα χρυσά κλειδιά και τα γελοία παράσημα… Ξεχνάμε τα επεισόδια, τα σπασίματα, την εγκληματικότητα, την παρακμή αλλά και το κολοσσιαίο έργο του συμμαζέματος της πόλης από έναν γενικό προϊστάμενο που (να το παραδεχτούμε για την οικονομία της συζήτησης) δεν είχε ποτέ σκοπό να γίνει κυβερνήτης μια πόλης-σκιάς του εαυτού της. Ε, κάνει ότι μπορεί, και το γεγονός ότι βρέθηκε να είναι ο Δήμαρχος της στην χειρότερη στιγμή της ιστορίας της (με εξαίρεση –ίσως- την Γερμανική Εισβολή και κατοχή) και δεν παραιτήθηκε σαν κάποιους αναχωρητές πρωθυπουργούς/γενόσημα, λέει κάτι για την πάστα του ανθρώπου. Το ίδιο και περισσότερα λέει το γεγονός ότι, σε μια πόλη που ακόμα και ο τελευταίος (ξεφτίλας) κίτρινος δημοσιογράφος έχει από δύο οπλισμένους φρουρούς, η κάθε «κυρία με άποψη» κυκλοφορεί με ένοπλη συνοδεία, ο Γιώργος Καμίνης κυκλοφορεί «ελεύθερα» σε κοινή θέα, γνωρίζοντας ότι ακόμα και οι φίλοι μας οι εξτρεμιστές των Β. Προαστίων και οι ψευτοεπαναστάτες της Κυριακής και της σχόλης (με καλό καιρό και σε κλειστό χώρο) δεν τον αγγίζουν. Γιατί όμως; Τι τον κάνει να ξεχωρίσει από όλους τους στοχοποιημένους πρώην και νυν βουλευτές;
Κατά την ταπεινή μου γνώμη, αυτό που κάνει την διαφορά είναι ότι, σε αντίθεση με όλους τους μονολιθικούς παραταξιακά πολιτικούς, ο ίδιος είναι το πλέον επιτυχημένο (μαζί με τον Γιάννη Μπουτάρη) τέκνο της σύμπραξης – μοντέλο (ή όνειρο;) μεταξύ της υπεύθυνης αριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας. Δεν μπορώ να το εξηγήσω αλλιώς. Και αν μια τέτοια σύμπραξη είναι εφικτή στην Αθήνα των 108 εθνοτήτων, μάλλον μπορεί να γίνει και στην Ελλάδα ολόκληρη. Ίσως τελικά και να υπάρχει ελπίδα να δούμε κάτι να αλλάζει σε εθνικό επίπεδο. Για την διάθεση όμως των παρατάξεων για κάτι τέτοιο, ε, για αυτή δεν είμαι σίγουρος… Οψόμεθα συντόμως.
Είναι καλό σποτ το ρουφ καφε του Public! Από κει είδα, προβληματισμένος, μέρος της εποποιίας των «αγανακτισμένων», είδα μαγεμένος την πόλη μου με βροχή, με ζέστη, με νέφος, είδα τις ουρές των γυαλιστερών κίτρινων ταξί να στοιβάζονται και να αγωνιούν για τα 3,20€ κούρσα μέχρι το Παγκράτι και τους γερανούς της τροχαίας να τους διώχνουν κορνάροντας μανιασμένα. Είδα χαμογελώντας τους τσαλακωμένους δόκιμους αστυνομικούς να κρύβονται στην σκιά του ιστορικού κτιρίου για ένα κρύο καφέ στο χέρι και ένα κλεφτό τσιγάρο. Είδα τον Υμηττό απέναντι στο βάθος, που μοιάζει με αστείο τριχωτό κεφάλι γέρου από τις πολλές κεραίες, να βαραίνει, να μαυρίζει σαν εκνευρισμένος πατέρας αλλά και να καθαρίζει λάμποντας σαν να πρωταγωνιστεί σε ταινία μικρού μήκους και όλα αυτά διαδοχικά σε ένα τέταρτο. Είδα την γυναίκα μου να ανθίζει τον μήνα Οκτώβριο και ευελπιστώ σύντομα να την δω και να κρατάει στα χέρια της το φρουτάκι μας που εδώ και κοντά οκτώμισι μήνες κρέμεται από τα κλαδιά της. Τί έχω να του δείξω, που ακόμα δεν έχω δει, δεν ξέρω. Πάντα υπάρχουν στην Αθήνα εικόνες περαστικές και μόνιμες που, προς στιγμή, μας ξεφεύγουν. Κάτι θα βρω. Είμαι βέβαιος.
Ζω στο κέντρο μιας πόλης που ακόμη μπορεί να ονειρεύεται. Οριακά. Μην μας την στερείτε άλλο. Δώστε της μια ευκαιρία… και ας είναι μισή. Μας φτάνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου